- ετερόγαμος
- -η, -ο (Μ ἑτερόγαμος, -ον)νεοελλ.1. αυτός που έχει ανόμοιους γαμέτες2. αυτός που γονιμοποιείται με έμμεσο τρόπο3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ετερόγαματα φυτά τών οποίων τα άνθη ανήκουν σε δύο διαφορετικά γένημσν.αυτός που συνάπτει δεύτερο γάμο.[ΕΤΥΜΟΛ. Το μσν. ετερόγαμος < ετερο-* + γάμος, ενώ το νεοελλ. τ. αποτελεί αντιδάνειοπρβλ. αγγλ. heterogamous < hetero- (πρβλ. ετερο-*) + -gamous (πρβλ. γάμος)].
Dictionary of Greek. 2013.